1η Προκήρυξη

1η Προκήρυξη

 

Είναι πρωί. Η Χ είναι ελαφρώς ξενυχτισμένη και διατηρεί εμφανή σημάδια βαρεμάρας στο πρόσωπο της Πίνει βιαστικά μια τελευταία γουλιά καφέ, συνειδητοποιεί ξανά πως είναι εννιά παρά πέντε και μπαίνει στο μαγαζί. Είναι ένα καφέ, όπως και το προηγούμενο καφέ, όπως και το επόμενo καφέ στο οποίο θα δουλέψει η Χ. Τα αφεντικά στην ελλάδα δεν έχουν φαντασία. Εννιά και πέντε. Η Χ σκουπίζει αδιάφορα τη μπάρα, με ένα κίτρινο βετέξ, και προσπαθεί να μαντέψει ποιός θα είναι ο πρώτος πελάτης της ημέρας. Μπαίνει ο Γ, είναι κοντά στα τριάντα και πέρα από το εν λόγω καφέ, διατηρεί μαζί με τον αδερφό του ένα μπιστρό που βρίσκεται δυό στενά  παραπάνω. Πέρα από τη Χ, σε αυτές τις δύο σπουδαίες επιχειρήσεις (ο Γ πιστεύει πως είναι σπουδαίες στ’ αλήθεια) δουλεύουν αλλές τέσσερεις τύπισσες. Ίδια ηλικία, ίδιο στυλ και ίδιο αγουροξυπνημένο ύφος με τη Χ. Ο Γ κάθεται σε μια καρέκλα, χαμήλωνει το ραδιόφωνο και ανοίγει την τηλεόραση. Ο Γ χαζεύει ώρες στην τηλεόραση. Κυριολεκτικά. Με απόκλιση ελάχιστων δευτερολέπτων ακούγονται οι λέξεις “μνημόνιο”, “δανειστές”, ”διαπραγμάτευση”, “συμφωνία”. Τα μαγαζιά πάνε καλά. Ο Γ αγόρασε μηχανή, μια bmw, αλλά οι παραπάνω λέξεις ενεργοποιούν κατευθείαν τη μηχανή της γκρίνιας. Άκουσες τι λένε; τι λένε; Δεν σε νοιάζει εσένα ε; Τι να με νοιάζει; Δέν είδες τι πάνε να περάσουν; Μας έχουν γονατίσει, πρώτα τα capital controls, μετά η αύξηση της φορολογίας. Σ’ αυτή τη χώρα δεν σκέφτεται κανείς τους μικρομεσαίους. Ο Γ παραληρεί. Η Χ αδιαφορεί. Αλλά σε λίγο θα χρειαστεί να ασχολήθει μαζί του. Θα έρθει μια καινούρια κοπέλα στο μαγαζί, έτσι δοκιμαστικά. Ο Γ αλλάζει απότομα θέμα. Θα δουλεύει στα ρεπό σου, και θα τη φωνάζω και τα βράδια αν έχει παραπάνω κόσμο. Δεν έχει αναδουλέψει, είναι και μικρή αλλά είναι φιλή ενός φίλου, καταλαβαίνεις. Όχι αλλά εντάξει, σκέφτεται η Χ. Αυτός κάπου το πάει. Θέλω αύριο να έρθεις λίγο νωρίτερα να της δείξεις λίγο τη δουλειά, λίγο μπουφέ, λίγο δίσκο, να της εξηγήσεις πως πρέπει να μιλάει στους πελάτες, τι να φοράει, ξέρεις εσύ. Η Χ κλείνει χρόνο στο μαγαζί, και είναι κοντά στο να πάρει πτυχίο χημικού. Α, να ξέρεις μίλησα με τη λογίστρια. Εννιά και είκοσι. μπαίνει ο πρώτος πελάτης. Και τι; Ο Γ πλησιάζει πιο κοντά. Ε, ξέρεις, πρέπει να δούμε τα λεφτά που παίρνεις. Τι να δούμε; Άκουσες τι λέγανε, είμαστε δύσκολα, θα έρθει και η καινούρια η κοπέλα. Εντάξει εκείνη θα τη δηλώσω με τον “υποκατώτατο” αλλά και για έσενα. Τα 3,5 είναι πολλά, οι άλλοι δίνουν 3 ή να δούμε τα ένσημα. Ξέρω ‘γω, δεν μου αρέσει και εμένα αλλά τι να κάνω, καταλαβαίνεις. Η σκέψη του Γ δεν έχει δομή αλλά έχει στόχο. Έχει καταλάβει τι λένε στην τηλεόραση. Τέλος πάντων,  καταλαβαίνω είναι δύσκολα και για εσένα, τι θα έλεγες να σε δηλώνω τις μισές ημέρες, να γλιτώνω τουλάχιστον τα ένσημα. Η Χ έπιασε το νόημα. Έπιασε τον δίσκο και χαμογέλασε στον κύριο Κ. Καπουτσίνο δίπλο; Σκέτο; Α, με λίγη μαύρη ζάχαρη. Η Χ μάλλον θα φύγει και ο Γ θα πάρει πενθήμερο, οκτάωρο υποκατώτατο τη Μ. Τη φίλη του φίλου. Και όλα θα συνεχίσουν όπως ήταν. Ο κύριος Κ θα πίνει τον καπουτσίνο με μαύρη ζάχαρη, η Χ θα ψάξει δουλειά σε ένα καφέ παραπάνω και θα τα βρει λίγο χειρότερα, αλλά λίγο καλύτερα από το χειρότερα του Γ. Επίσημα “υποκατώτατο” και τα υπόλοιπα μαύρα συν τα τιπς. Κάτι γίνεται. Ο Γ ήδη κοιτάζει στο ίντερνετ για μια νέα εξάτμιση περήφανος. Δεν ξέρει ακριβώς γιατί. Ποιός ξέρει; Μια φίλη της, που είχε μια άλλη φίλη, που δούλευε σε ένα άλλο καφέ, της είχε πει πως ακόμα κι αν πληρώνεται, πάντα κάτι της χρωστάνε. Πόσο μάλλον αν πληρώνεται λιγότερο. Δεν το καταλάβαινε τότε. Ο Γ τελικά τη βοήθησε. Έχασε μια δουλειά, κέρδισε μια ανάμνηση. Την επόμενη φορά θα ακολουθήσει το δόγμα «τα ζητάω όλοκληρα για να μην πάρω τα μισά». Κι αν δεν πιάσει.. Θα την πληρώσει ο Γ. Ο Γ κι η καινούρια του εξάτμιση. Έτσι, για την ανάμνηση..

Υποκατώτατος μισθός: ο κατώτατος μισθός για εμάς που εργαζόμαστε και είμαστε κάτω απο 25 ετών. Αυτό σημαίνει καθαρά 411€. Τελευταία (βλ. “διαπραγματεύσεις”), τα αφεντικά και η κυβέρνηση τους λιγουρεύονται να διευρύνουν τον υποκατώτατο μισθό σε όλους όσους είναι νεοπροσλαμβανόμενοι, ανεξαρτήτως ηλικίας.

Θέμα συνήθειας

Συνηθίσαμε. Ο μισθός μας είναι ένα συμπλήρωμα στην προσπάθειά μας να  ικανοποιήσουμε τις βασικές μας ανάγκες. Δηλαδή συνηθίσαμε. O μισθός μας είναι χαρτζιλίκι.

Η λέξη χαρτζιλίκι είναι ενδεικτική. Eνσωματώνει όλα όσα μας έφτασαν ως εδώ. Εδώ και δύο δεκαετίες οι τομείς του επισιτισμού και του τουρισμού, αυτό που  χαρακτηρίζεται και σαν η βαριά βιομηχανία της χώρας, χτίστηκαν πάνω στο “χαρτζιλίκι” χιλιάδων νεολαίων οι οποίοι κατά τη ρητορική των αφεντικών δεν είχαν ανάγκη την εργασία τους για να επιβιώσουν. Είχαν τις πλάτες της οικογένειάς τους και συνήθως, ταυτόχρονα, σπουδάζαν σε κάποιο πανεπιστήμιο, τεί ή ιεκ.

Έτσι, όλα αυτά τα χρόνια τα αφεντικά πλουτίζανε “παρανομώντας” μέσω της μαύρης εργασίας και των μειωμένων μεροκαμάτων. Μαζί με την καθόλου τυχαία συγκυρία της σχεδόν άμισθης εργασίας των μεταναστών εργατών στον αγροτικό τομέα, έθεσαν  τους πυλώνες της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Εργασία χωρίς ένσημα,  χωρίς ασφάλιση, και με το πιστόλι στον κρόταφο. Ποιός/-α τα θυμάται αυτά;

Το ελληνικό κράτος αφού τόσα χρόνια είχε “δώσει το ελεύθερο” σε μερίδα των  αφεντικών να παρανομεί, υπό την ευκαιρία που του έδωσε η κρίση και ο μπαμπούλας των ξένων δανειστών νομιμοποίησε ουσιαστικά την κακοπληρωμένη εργασία μέσω της θέσπισης της λεγόμενης μαθητείας (δηλαδή το χαμηλότερο μισθό για τους νέους και νέες κάτω των 25 ετών), και της μαύρης εργασίας μέσω των voucher/ωφελούμενων.

Μισθός: άλλο για εμάς κι αλλό για το αφεντικό.

Για τ’ αφεντικά η καταβολή του μισθού αντιπροσωπεύει την “υποχρέωση” να βάλουν το χέρι στη τσέπη τους, τόσο ώστε να πάμε την επόμενη μέρα στη δουλειά. Λίγο φαγητό, λίγη ζέστη στο σπίτι, και ντεπόν. Τα στοιχειώδη για να βγει και η επόμενη μέρα. Τ’ αφεντικά καταβάλλουν τους μισθούς όχι επειδή μας αγαπάνε αλλά γιατί μας έχουν αναγκη. Φροντίζουν οι επιχειρήσεις να συνεχίζουν να παράγουν, κι αυτό χωρίς εμάς δεν γίνεται. Για εμάς ο μισθός αντιπροσωπεύει τις βασικές μας ανάγκες. Κι αυτές δεν είναι μόνο ό,τι χρειάζεται για να επιβιώσουμε. Αντίθετα. Οι ανάγκες μας είναι διευρυμένες και περιλαμβάνουν πέρα από το φαγητό μας, την ανάγκη για στέγαση ανεξάρτητα από τους γονείς μας, τις καθημερινές μας μεταφορές, τη διασκέδαση και τις διακοπές μας.

Τι λένε τα αφεντικά μας για όλα αυτά; Και τι από αυτά ισχύει;

Τίποτα! Το λέμε από την αρχή, αλλά διαβάστε παρακάτω: “Αμα είσαι νέος/-α, έχεις μικρότερη εμπειρία άρα είναι λογικό να παίρνεις μικρότερο μισθό. Άλλωστε μένεις με τους δικούς σου”. Καταρχάς η συντριπτική πλειοψηφία των δουλειών (εμπορικά καταστήματα, τηλεφωνικά κέντρα, καφέ-εστιατόρια, μεταφορές, κλπ) που κάνουμε απαιτούν μικρή έως μηδενική εξειδίκευση και εκπαίδευση. Μέσα σε λίγες μέρες έχουμε μάθει τη δουλειά είτε έχουμε ξαναδουλέψει είτε όχι. Η “απόκτηση εμπειρίας/κατάρτισης” παρουσιάζεται από τα αφεντικά ως η σημαντική ανταμοιβή για την εργασία μας. Δικαιολογίες. Είναι ξεκάθαρο ότι απο την πρώτη μέρα δουλεύουμε, και δουλεύουμε κανονικά. Εξ’άλλου δεν είναι λίγες οι επιχειρήσεις (π.χ. τηλεφωνικά κέντρα) που το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς βγαίνει απο “μαθητευόμενους/-ες εργαζόμενους/-ες”, οι οποίοι διαρκώς ανακυκλώνονται ώστε να κοστίζουν λιγότερο. Θα το πούμε ξανά, λοιπόν. Στην τελική, ακόμα και να έχουμε λιγότερες εργασιακές εμπειρίες, έχουμε τις ίδιες ανάγκες! Δεν τρώμε ή ντυνόμαστε λιγότερο, επιθυμούμε εξίσου να πάμε διακοπές και ταξίδια, θέλουμε να μπορούμε να μένουμε ανεξάρτητα απο την οικογένεια μας και όχι στο παιδικό μας δωμάτιο. “Δεν βγαίνει το μαγαζί αν αυξηθεί ο μισθός σου, πρέπει να βάλουμε όλοι πλάτη μέχρι να περάσει η κρίση”. Ποτέ οι εργοδότες δεν παραδέχονταν ότι βγάζουν πολλά. Γκρίνιαζαν και γκρινιάζουν. Όταν λένε οτι δεν βγαίνουν, μπορεί κάλλιστα να εννοούν ότι δε βγάζουν όσα κέρδη είχαν προϋπολογίσει. Αλλά πέρα απο αυτό, μήπως γίναμε και συνέταιροι με το αφεντικό μας για να μοιραστούμε τις όποιες ζημιές του? Πότε, ακόμα και σε εποχές οικονομικής ανάπτυξης, μοιραστήκαμε τα κέρδη τους? Είμαστε εργάτες και εργάτριες, όχι συνεργάτες. Δεν μας νοιάζει αν αυξάνονται ή μειώνονται τα κέρδη τους ή αν έχουν ζημιές. Δε θα βάλουμε πλάτη στην ‘’εθνική ενότητα’’. Γιατί δεν ξεχνάμε. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις κραυγαλέες ταξικές διαφορές μας. Γιατί δεν θέλουμε να συνεργαστούμε με τα αφεντικά μας για τα δικά τους συμφέροντα. Γιατί δεν είμαστε μόνες και μόνοι μας, γιατί μπορούμε να έχουμε ο ένας την άλλη.

Δεν είμαστε παιδιά

Ξέρουμε καλά πως με τον βασικό μισθό για τους/τις κάτω των 25 κανένας και καμία δεν ζει. Το μάθαμε, δουλέυοντας σε μαγαζιά χωρίς ωράριο και αργίες, μοιράζοντας φυλλάδια σε δρόμους χωρίς ασφάλιση, σερβίρωντας με στημένο χαμόγελο κάθε απαιτητικό πελάτη, κάνοντας ντελίβερι με πιεστικούς ρυθμούς υπό τον κίνδυνο ατυχήματος, όπως και κάθε είδους αγγαρεία (καθάρισμα, θελήματα κλτ) ανεξάρτητη της εργασίας μας, ακούγωντας ταπεινωτικά σχόλια και παράπονα στα τηλεφωνικά κέντρα και τρίβωντας τα χέρια, τη μέση ή τα μάτια μας μετά από άπειρες ώρες μπρόστά από την οθόνη του υπολογιστή σε κάποιο γραφείο. Είμαστε εμείς που περιμένουμε πώς και πώς την ημέρα πληρωμής γιατί μετράμε τα ψιλά για να
πιούμε έναν καφέ, που μετακινούμαστε καθημερινά με τα μμμ, που ζούμε με τους γονείς μας, που τρέχουμε από το μάθημα της σχολής στη δουλειά, από τη δουλειά στο σπίτι για φαγητό και ύπνο και τούμπαλιν. Είμαστε όμως, και εμείς που κάνουμε αστεία την ώρα της βάρδιας με τους συναδέλφους/-ισσες για να βγει πιο γρήγορα, που περιμένουμε το διάλειμμα για να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες και τη λήξη της  βάρδιας για να κάνουμε αυτό που πραγματικά μας γεμίζει, που καλύπτουμε την αργοπορία τους και σφυρίζουμε για “σύρμα” όταν σκάει το αφεντικό, που δε χρωστάμε ούτε καλημέρα σε αυτόν/ή που για να ανελιχθεί δε διστάζει να γλύψει, να ρουφιανέψει και να υποκριθεί. Είμαστε, τελικά, εμείς που αποτελούμε κομμάτι της νέας σύνθεσης της εργατικής τάξης. Εκείνης της τάξης που παράγει όλον τον πλούτο αυτού του κόσμου και, που αν σταματήσει να δουλεύει θα σταματήσουν όλα. Και μέσα σε αυτήν την τάξη τα συμφέροντά μας είναι κοινά. Κοινά, όπως και οι ανάγκες μας.

Υποκατωτ-τι;; Δεν μπορούμε ούτε να τον προφέρουμε..

Το ύψος του νόμου είνα το μέγεθος της παρανομίας ή αλλιώς ο νόμος είναι ότι γουστάρουν τα αφεντικά μας. Kάποια δηλωμένα κάποια στο χέρι, λένε. Και ξεκινάνε τη διαπραγμάτευση από αυτό που γράφεται στους νόμους, αλλά καταλήγουν σε αυτά που ορίζει η “αγορά”. Αυτά που δίνουν τα υπόλοιπα αφεντικά δηλαδή. Είναι ο ανταγωνισμός, είναι και η κρίση. Γι’ αυτό δεν θέλουμε λίγο μεγαλύτερο ή λίγο μικρότερο υποκατώτατο μισθό. Γιατί είναι η ίδια η διατύπωση του που μας στοχοποιεί. Στοχοποιεί την κοινωνικότητά μας και τις σχέσεις με τους/τις συνάδελφους/-ισσες μας τοποθετώντας μας σε μια νέα κατηγορία που δεν πρέπει να ζητάει και πολλά γιατί δεν ξέρει πολλά ή γιατί δεν έχει δουλέψει πολύ. Κι αν αρχικά είναι οι νέες και οι νέοι που μπαίνουν στο κέντρο αυτής της διαχείρισης, οι υπόλοιποι/-ες θα ακολουθήσουν. Ποιός/-ά μπορεί να αποδείξει πόσο έχει δουλέψει χωρίς τα αντίστοιχα ένσημα; Ο “υποκατώτατος” είναι ένας βάρος στην πλάτη μας. Μικρό όσο και τα υπόλοιπα που σιγά σιγά προστίθενται, όσο βυθιζόμαστε στην κατάθλιψη των ατομικών λύσεων, στη μοναξιά και στη μιζέρια του “δουλίτσα να υπάρχει και κάπως θα τη βγάλουμε”. Να καταργηθεί ο υποκατώτατος είναι μια αρχή. Για να εμπιστευτούμε ξανά ο ένας την άλλη και να μισήσουμε το αφεντικό μας. Για να νιώσουμε ξανά αυτοπεποίθηση ως εργάτες και εργάτριες. Για να συγκρουστούμε με το αφεντικό μας όταν μας λέει ότι δεν βγαίνει και μας κόβει τα ένσημα. Όταν μας βάζει να δουλεύουμε πρωί βράδυ για να βγαίνει η δουλειά με λιγότερους/ες. Όταν μας εκβιάζει με απόλυση για να μας σπάσει το ηθικό ή όταν απαιτεί δικαιώματα πάνω στο σώμα μας. Είναι μια αρχή για να σταθούμε ο ένας δίπλα στην άλλη, να συζητήσουμε και να οργανωθούμε συλλογικά μέσα στους χώρους δουλειάς. Κόντρα στον ατομικό δρόμο, να αγωνιστούμε ενάντια στα αφεντικά και στα σχέδια τους, μικρά και μεγάλα. Είναι αρχή και στοίχημα!


Το ξαναλέμε:
Δεν είμαστε απλά νέοι και νέες, δεν έχουμε μισά στομάχια, και δεν θα ζήσουμε για πάντα στο παιδικό μαςδωμάτιο.
Δεν είμαστε μόνοι και μόνες, δεν ζητάμε χαρτζιλίκι, και δεν θα μας χαριστεί τίποτα.

ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΟ-ΕΡΓΑΤΕΣ
ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΟ-ΕΡΓΑΤΡΙΕΣ
ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΥΠΟ-ΑΝΑΓΚΕΣ
ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ!

Τα σώματα, οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας δεν χωράνε στον“υπο-κατώτατο μισθό”, και δεν θα πιεστούμε για να χωρέσουν.